- φτερούγα
- η крыло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτερούγα — Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3… … Dictionary of Greek
φτερούγα — η 1. καθένα από τα ευκίνητα μέλη του σώματος των πουλιών και των εντόμων, που χρησιμεύουν για το πέταγμά τους, το φτερό: Τις στέγες που χιονίζουνε περιστεριών φτερούγες (Λ. Πορφύρας). 2. καθετί που μοιάζει με φτερούγα (είτε στο σχήμα είτε στη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek
ελάτη — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.200 μ., 82 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βυτίνας. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 151 κάτ.) του νομού Άρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τετραφυλίας. 3. Ορεινός… … Dictionary of Greek
ελάτης — ο (AM ἐλάτης) νεοελλ. στρατιώτης τού πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο τού ζεύγους ελάσεως μσν. 1. (για πουλί) φτερούγα 2. κλαδί δέντρου αρχ. 1. ελατήρ 2. ως επίθετο τού Ποσειδώνος στην Αθήνα … Dictionary of Greek
καλάινος — και καλλάινος, η, ο και καλ(λ)αγένιος, ια, ιο (Α καλάινος και καλλάινος, η, ον) νεοελλ. κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο αρχ. 1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου,… … Dictionary of Greek
κλαπατάρι — το φτερούγα κατοικίδιου πτηνού («δεν έχω φτερά, δεν έχω κλαπατάρια», Κρυστ.) … Dictionary of Greek
ξαφτέρουγα — τα εκκλησιαστικό σκεύος, τα εξαπτέρυγα, απεικονίσεις τών Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες πάνω σε μεταλλικούς δίσκους που φέρονται κατά τις θρησκευτικές τελετές πάνω σε κοντάρια, τα ιερά λάβαρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑξαπτέρυγα, με σίγηση τού αρκτ.… … Dictionary of Greek
πτέρυγα — η / πτέρυξ, υγος, ΝΜΑ ευκίνητο μέλος τού σώματος όργανο πτήσης τών πτηνών και τών εντόμων, η φτερούγα, το φτερό (α. «εάν την δύναμιν / ακούσουν τών πτερύγων / οι αετοί», Κάλβ) β. «ὅν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας», ΚΔ … Dictionary of Greek
πτίλο — το / πτίλον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψίλον Α το πούπουλο (α. «πτίλα πτερά απαλά», Ησύχ. β. «πτίλον κύκνειον», Σοφ.) αρχ. 1. το χνούδι, τα πρώτα γένια στο πρόσωπο νεαρού ατόμου 2. τα φτερά τού λοφίου τής περικεφαλαίας 3. η φτερούγα τών εντόμων 4. πληθ.… … Dictionary of Greek
πτερυγώδης — ῶδες, Α [πτέρυξ, υγος] 1. αυτός που μοιάζει με φτερούγα («ὦτα πτερυγώδη» τα αφτιά τού ελέφαντα, Αρετ. Χρον. Παθ.) 2. ισχνός άνθρωπος τού οποίου οι ωμοπλάτες εξέχουν σαν φτερούγες … Dictionary of Greek